DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
shipping tube ταχυδρομικός σωλήνας
shiprider αξιωματούχος επιβαίνων σε σκάφος τρίτης χώρας
shiprider agreement συμφωνία για την επιβίβαση αξιωματούχων σε σκάφος άλλης χώρας
ships' stores εφόδια πλοίου
shit σκατά
shoaled αβαθή
shoaled ρηχαδιές
shock σοκάρω
shock κλονισμός
shock σοκ
shock front velocity μετωπική ταχύτητα εκρηκτικού κύματος
shock wave εκρηκτικό κύμα
shock-resistant ανθεκτικό στα κτυπήματα
shock-sensitive ευαίσθητος σε τραντάγματα
shock-sensitive compound ουσία ευαίσθητη σε τραντάγματα
shock-sensitive compounds are formed with... με...σχηματίζονται ενώσεις ευαίσθητες σε κτυπήματα
shocking συγκλονιστική
shocking συγκλονιστικό
shocking συγκλονιστικός
shoe παπούτσι